Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χρόα κᾶλὸν ἰάπτῃ

См. также в других словарях:

  • ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω …   Dictionary of Greek

  • κατιάπτω — (Α) φθείρω, βλάπτω, ασχημίζω («ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτη» για να μην κλαίει και χαλάει το ωραίο τής δέρμα, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰάπτω «βλάπτω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»